Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Βόρεια Ήπειρος (Ιστορία)


Ως Βόρεια Ήπειρος ή Βόρειος Ήπειρος (αλβανικά: Epiri i Veriut) ορίζεται γεωγραφικά, από επίσημους και ανεπίσημους πολιτικούς και μη παράγοντες στην Ελλάδα και την ομογένεια, τμήμα της νότιας αλβανικής επικράτειας. Είναι το βόρειο τμήμα της περιοχής της Ηπείρου, που επιδικάστηκε στην Αλβανία μετά από επίσημες συνθήκες. Ο όρος 'Βόρεια Ήπειρος' χρησιμοποιήθηκε επίσημα για πρώτη φορά στις 17 Μαϊου 1914 με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας, προσδιορίζοντας το αυτόνομο κράτος που δημιουργήθηκε στην περιοχή. Σήμερα χρησιμοποιείται στην Ελλάδα από τους ανωτέρω κύκλους, ενώ η χρήση του αποφεύγεται στην Αλβανία, επειδή θεωρείται ότι ενσωματώνει εδαφικές βλέψεις εις βάρος της χώρας αυτής.

Προϊστορία και ιδρυτικοί μύθοι:
Από τη δεύτερη χιλιετία προ Χριστού ζούσαν διάφορα ελληνικά (ηπειρώτικα) φύλα, τα κυριότερα ήταν οι Θεσπρωτοί, οι Χάονες, οι Μολοσσοί. Ιδιαίτερα, η περιοχή που εκτείνεται από τις ακτές της Αδριατικής, περιλαμβάνοντας τις περιοχές του Ογχησμού (σημερινών Αγίων Σαράντα) και Βουθρωτού ως την λίμνη Αχρίδα στην ενδοχώρα, κατοικούνταν από τους Χάονες (Χαονία). Με την περιοχή σχετίζονται διάφορες αφηγήσεις που ανάγονται στον τρωικό επικό κύκλο: ο Ελπήνωρ, μετά τον Τρωικό πόλεμο, επικεφαλής ομάδας Λοκρών και Αβάντων, ιδρύει τις πόλεις Ωρικό και Θρόνιο (στον κόλπο του Αυλώνα). Ο Αιακίδης Νεοπτόλεμος, συνοδευόμενος από Μυρμιδόνες, ίδρυσε την αρχαία Βυλλίδα (κοντά στην Απολλωνία). Ο Αινείας και ο Έλενος, εγκαταστάθηκαν με μια ομάδα Τρώων στην Χαωνία και ίδρυσαν το Βουθρωτό. Επίσης ένας γιος του Έλενου, ο Χάων υπήρξε ο γενάρχης των Χαόνων.

Αρχαία Εποχή:
Σημαντικοί οικισμοί κατά την αρχαιότητα στην περιοχή υπήρξαν εκτός από το Βουθρωτό (απέναντι από την Κέρκυρα), ο Ογχησμός (σύγχρονοι Άγιοι Σαράντα), η Φοινίκη, η Αντιγόνεια (κοντά στο σημερινό Αργυρόκαστρο), η Αντιπάτρεια (σύγχρονο Βεράτι), η Αμαντία, η Νίκαια, το Πήλιον, το Ωρικόν και μικρότεροι οικισμοί ήταν οι Κεμάρες (σύγχρονη Χειμάρρα) και το Θρόνιο. Εκτός από τους Χάονες που επιβλήθηκαν σταδιακά στην περιοχή, άλλα ηπειρωτικά φύλλα στην ενδοχώρα υπήρξαν οι Αντιτάνες, οι Παραυοί, οι Πρασαιβοί και πιο βόρεια οι Δεξάροι (ή Δεσσαρήτες). Κατά το διάστημα 650-500 π.Χ. οι Χάονες επεκτάθηκαν στην ευρύτερη περιοχή, καθώς η δύναμή τους εκτείνονταν στην παραθαλάσσια περιοχή από τον ποταμό Καλαμά ως τον κόλπο του Αυλώνα και στην ενδοχώρα μέχρι τις πεδιάδες της περιοχής της Κορυτσάς. Δεδομένου ότι ο τύμβος ΙΙ στη θέση Κούτσι, κοντά στην Κορυτσά, περιείχε ταφές ηγεμόνων του 7ου αιώνα π.Χ., η αρχή επεκτάσεως των Χαόνων μπορεί να χρονολογηθεί στην εποχή εκείνη. Κατά την κλασσική εποχή, το 375 π.Χ. όλα τα ηπειρωτικά φύλα ενώθηκαν σε μία πολιτική οντότητα, κάτω από τη δυναστεία του Αιακίδη Αλκέτα (των Μολοσσών) και το 232 π.Χ. εγκαθιδρύεται στην Ήπειρο το αβασίλευτο Κοινό των Ηπειρωτών, με πρωτεύουσα τη Φοινίκη. Ως ενιαίο κράτος η Ήπειρος υπήρξε υπολογίσιμη δύναμη στην ευρύτερη περιοχή μέχρι την ρωμαϊκή κατάκτηση το 167 π.Χ..

Ρωμαϊκή-Βυζαντινή εποχή:
Η περιοχή υπήρξε δέκτης του Χριστιανισμού από τον 1ο αιώνα μ.Χ., με τις περιοδείες του Απόστολου Παύλου. Όμως η επικράτηση της νέας θρησκείας στην περιοχή παρατηρείται περίπου τον 4ο αιώνα. Ηπειρώτες μάρτυρες της περιοχής υπήρξαν ο Άγιος Ελευθέριος (επίσκοπος Αυλώνας), Άγιος Δονάτος (Επίσκοπος Φοινίκης), Διάκονος Ίσαυρος. Η παρουσία Επισκόπων σε Οικουμενικές Συνόδους (ήδη από το 381 μ.Χ.) δείχνει την οργάνωση της Εκκλησίας στην περιοχή. Η Βόρεια Ήπειρος αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ενώ έζησε τις επιδρομές διάφορων λαών: Βησιγότθων (3ος αιώνας), Αβάρων (6ος αιώνας), Σλάβων (7ος αιώνας), Νορμανδών (11ος αιώνας), Σέρβων, Αλβανών και διάφορων ιταλικών δυναστειών (14ος αιώνας). Παρόλα αυτά ο πολιτισμός της περιοχής ήταν στενά συνυφασμένος με τα υπόλοιπα κέντρα του ελληνικού χώρου, καθ' όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, διατηρώντας τον ελληνικό του χαρακτήρα. Το 1204 η περιοχή αποτελεί τμήμα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, κατά διαστήματα όμως επανέρχεται στην δικαιοδοσία του Βυζαντίου. Το 1281, αποκρούεται στο Βεράτιο ισχυρό Νορμανδικό εκστρατευτικό σώμα, που είχε σκοπό να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Η επιτυχία οφείλεται σε συνδυασμένες ενέργειες των εντόπιων με τον Βυζαντινό στρατό. To 1345 η περιοχή, όπως και η υπόλοιπη Ήπειρος, Θεσσαλία, Ανατολική Μακεδονία, παραδίδεται στους Σέρβους βάσει συμφωνίας με τον Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνός, ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που του παρείχαν στον βυζαντινό εμφύλιο. Οι Σέρβοι ηγεμόνες διατηρούν την βυζαντινή παράδοση, φέρουν βυζαντινούς τίτλους επικαλούμενοι την συγγένειά τους με βυζαντινές δυναστείες, προσπαθώντας να νομιμοποιήσουν την εξουσία τους. Την ίδια στιγμή οι Βενετοί ελέγχουν την περιοχή του Βουθρωτού και διάφορες παράκτιες περιοχές. Η οθωμανική παρουσία ήταν έντονη από τα τέλη του 14ου αιώνα, ώσπου επήλθε η οριστική κατάκτηση στα μέσα του 15ου.

Οθωμανική Εποχή (1430-1880):
Εκ των πραγμάτων ήταν πολύ δύσκολο να γίνει προσδιορισμός και διαχωρισμός των πληθυσμών, καθώς επί τουρκοκρατίας οι λαοί κατατάσσονταν ανάλογα με την θρησκεία τους και οι μεταφορές και οι προσμίξεις ήταν εύκολες κάτω από την κοινή τουρκική εξουσία στη Βαλκανική[4][5]. Η πρώτη απόπειρα για γενικό ξεσηκωμό και επανάσταση από τον τουρκικό ζυγό έγινε στην Επανάσταση του 1821, όπου κάτοικοι της Χειμάρρας συμμετείχαν ενεργά και προσπάθησαν να αφυπνίσουν όλους τους Ηπειρώτες ώστε να συμμετάσχουν στον Αγώνα. Καθολικότητα είχε και ο ξεσηκωμός του 1854 όταν οι Ηπειρώτες προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τον ρωσοτουρκικό πόλεμο, ώστε να κερδίσουν την ελευθερία τους με την προοπτική μελλοντικής ένωσης με την Ελλάδα. Έως το 1913, ολόκληρη η Ήπειρος αποτελούσε ενιαία γεωγραφική ενότητα. Το πρόβλημα προέκυψε όταν μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η Ελλάδα και η νεοσυσταθείσα Αλβανία (1912) διεκδικούσαν για τους δικούς τους λόγους ο καθένας την συγκεκριμένη περιοχή, προβάλλοντας ως κύριο επιχείρημα την πληθυσμιακή σύσταση της Βορείου Ηπείρου (υπό διαφορετική οπτική γωνία η κάθε πλευρά). Ένα από τα επιχειρήματα της Ελλάδας ήταν ότι οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι της περιοχής αποτελούσαν φορείς της Βυζαντινής παράδοσης και επομένως έπρεπε να ενταχθούν στο ελληνικό κράτος που πρέσβευε, κατά μια οπτική, την πολιτική του συνέχεια στη νεώτερη εποχή.

Μεταβατική περίοδος (1881-1912):
Με την Οθωμανική αυτοκρατορία στα πρόθυρα της πτώσης, η ελληνική κυβέρνηση, με υπόμνημα του υπουργείου Εξωτερικών στις 13 Ιουνίου του 1912, θεωρεί πως στην Ήπειρο και κατ' επέκταση στην Ελλάδα ανήκουν ολόκληρες οι περιφέρειες της Πρέβεζας, της Ηγουμενίτσας, των Ιωαννίνων, το μεγαλύτερο μέρος της περιφέρειας του Αργυρόκαστρου και η μισή περιφέρεια της Αυλώνας από τη γραμμή του Κουρβελέσι και την Κλεισούρα στον Αώο. Σύμφωνα με το υπόμνημα στην Αλβανία ανήκαν ολόκληρο το διαμέρισμα της Σκόδρας και από το διαμέρισμα των Ιωαννίνων μόνο η περιοχή του Βερατίου. Στις περιοχές που αξίωνε η ελληνική κυβέρνηση ζούσαν επί το πλείστον Έλληνες ορθόδοξοι. Συγκεκριμένα, με βάση την τουρκική απογραφή του 1908, κατοικούσαν εκεί 326.778 χριστιανοί και 174.802 μουσουλμάνοι. Από μια άλλη στατιστική (του Geografico de Agostini της Ρώμης) προκύπτει ότι το 1907 σε ολόκληρη την Ήπειρο κατοικούσαν 452.000 κάτοικοι από τους οποίους οι 297.000 ήταν χριστιανοί και οι 155.000 μουσουλμάνοι. Παρόλα αυτά, όταν οι Τούρκοι αποχωρούσαν από την Ήπειρο το καλοκαίρι του 1912, προς όφελος των Αλβανών, αναγνώρισαν ως αλβανικά τα διαμερίσματα (βιλαέτια) της Σκόδρας, του Κοσόβου, του Μοναστηρίου αλλά και των Ιωαννίνων.

Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913):
Με την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων οι Αλβανοί κοινοποίησαν στις Μεγάλες Δυνάμεις, την αμέριστη υποστήριξή τους απέναντι στους Νεότουρκους καθώς έτσι εξυπηρετούσαν και τα δικά τους συμφέροντα. Έτσι στις 7 Δεκεμβρίου 1912 ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε αρχικά την Κορυτσά. Στις αρχές του 1913 ένα άλλο τμήμα του μετά την νίκη στο Μπιζάνι, εισήλθε στα Ιωάννινα και προχωρώντας βόρεια στις 16 Μαρτίου εισήλθε στο Αργυρόκαστρο (16 Μαρτίου) και στο Τεπελένι (19 Μαρτίου). Στις 29 Ιουλίου 1913 οι Μεγάλες δυνάμεις με τη Συνθήκη του Λονδίνου (1913), αναγνωρίζουν την Αλβανία ως ανεξάρτητο κράτος και με το Πρωτόκολλο Φλωρεντίας (1913) της παραχωρείται η περιοχή της Βορείου Ηπείρου. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος αρχικά αρνήθηκε να παραχωρήσει την περιοχή που κατοικούσαν ελληνικοί πληθυσμοί και ήδη κατείχε με ισχυρές δυνάμεις (13 Οκτωβρίου 1913). Έτσι οι Μεγάλες Δυνάμεις, με υπόμνημα που απέστειλαν στο ελληνικό κράτος στις 13 Φεβρουαρίου 1914, μετά την υπογραφή του νέου Πρωτοκόλλου Φλωρεντίας (1914) απαιτούσαν την αποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων από την περιοχή σε διαφορετική περίπτωση δεν θα αναγνωρίζονταν η ελληνική επικυριαρχία επί των νήσων του Αιγαίου (εκτός της Ίμβρου, Τένεδου και Καστελόριζου. Επιπλέον, ζητούσαν από την Ελλάδα να μην ενθαρρύνει καμιά μορφή αντίδρασης στους ελληνικούς πληθυσμούς της περιοχής.

Η αυτονομία της Βορείου Ηπείρου (1914):
 
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αφού εξέφρασε τη λύπη του για την αποχώρηση και ζήτησε εγγυήσεις για την ασφάλεια των πληθυσμών, συμφώνησε και ξεκίνησε η σταδιακή αποχώρηση του στρατού. Παρόλα αυτά, οι κάτοικοι της περιοχής αρνήθηκαν να συμβιβαστούν και στις 28 Φεβρουαρίου 1914 επαναστάτησαν και σχημάτισαν προσωρινή κυβέρνηση, με πρωτεύουσα το Αργυρόκαστρο και πρόεδρο τον Γεώργιο Χρηστάκη-Ζωγράφο. Οι Ηπειρώτες αυτοί πίστευαν ότι είχαν προδοθεί από το ελληνικό κράτος, γιατί όχι μόνο αποχώρησε από την περιοχή τους, αλλά και δεν τους προμήθευσε με όπλα για να αμυνθούν έναντι των Αλβανών. Η αυτόνομη Βόρειος Ήπειρος περιελάμβανε αρχικά εκτός από το Αργυρόκαστρο, την Χειμάρρα, το Δέλβινο, τους Άγιους Σαράντα και την Πρεμετή. Μετά την αποχώρηση όμως των ελληνικών δυνάμεων ξέσπασαν ταραχές μεταξύ των Αλβανών και των Ηπειρωτικών δυνάμεων. Έπειτα από έντονες στρατιωτικές συγκρούσεις οι Βορειοηπειρώτες κατέλαβαν διαδοχικά την Ερσέκα, την περιοχή της Κολώνιας και την Κορυτσά, που είχαν παραδοθεί νωρίτερα στην νεοσύστατη Αλβανική χωροφυλακή από τον ελληνικό στρατό κατά την αποχώρησή του. Η αλβανική κυβέρνηση οδηγήθηκε σε συμβιβασμό και στις 17 Μαρτίου υπογράφτηκε Πρωτόκολλο της Κέρκυρας. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο αναγνώριζαν την αυτονομία της Β. Ηπείρου και δεσμεύονταν για την διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία αλλά και την θρησκευτική ελευθερία του ελληνικού πληθυσμού.[10] Το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας ποτέ δεν τέθηκε σε ουσιαστική εφαρμογή. Μετά τη λήξη των διαπραγματεύσεων, καθώς είχε ήδη ξεσπάσει ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, η αλβανική κυβέρνηση καταρρέει και ο Βήντ αποχωρεί από τη χώρα. Οι επαναστάτες σκόπευαν, καθοδηγούμενοι από τους Νεότουρκους, να αποκαταστήσουν την τούρκικη κυριαρχία στην χώρα.

Α' Παγκόσμιος πόλεμος (1914-1918):
Με την κήρυξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου ο ελληνικός στρατός εισέρχεται, στις 27 Οκτωβρίου 1914, για δεύτερη φορά στην περιοχή, "καταλύοντας" τυπικά την προσωρινή κυβέρνηση και θέτοντας πλέον την περιοχή υπό την προστασία του ελληνικού κράτους. Η Ιταλία, για να ενισχύσει τη στρατηγική της θέση, κατέλαβε τν Αυλώνα. Όμως κατά την περίοδο του εθνικού διχασμού, η Ιταλία επωφελήθηκε και κατέλαβε όλη την Ήπειρο, μέχρι και τα Ιωάννινα. Όταν αργότερα η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο (1917), ο ελληνικός στρατός προέλασε επανακτώντας πόλεις όπως το Αργυρόκαστρο, την Πρεμετή, την Χειμάρρα, τη Ρίζα, το Λεσκοβίκι και την Μοσχόπολη. Το 1921 για δεύτερη φορά στη διάσκεψη των Συμμάχων στο Παρίσι οι περιοχές αυτές επιδικάστηκαν στην Αλβανία, ύστερα από διπλωματικές μηχανορραφίες και ενώ μεσολάβησαν και οι πολεμικές περιπέτειες της Ελλάδας εκείνο το διάστημα.

Μεσοπόλεμος (1918-1939) καθεστώς Αχμέτ Ζώγου:
Με την ένταξη της Βορείου Ηπείρου στο αλβανικό κράτος, συνοδεύτηκε και η είσοδός του στην Κοινωνία των Εθνών (Οκτώβριος 1921), όπου η πολιτική του ηγεσία δεσμεύτηκε να σεβαστεί τα κοινωνικά, εκπαιδευτικά, θρησκευτικά δικαιώματα όλων των μειονοτήτων. Όμως παρόλα αυτά αναγνωρίστηκε μόνο ένα μικρό τμήμα ως επίσημη 'ελληνική μειονοτική ζώνη' (στις περιοχές Αργυροκάστρου, Αγίων Σαράντα και τρία χωριά στη Χειμάρρα-103 χωριά). Τα επόμενα χρόνια, το αλβανικό κράτος έλαβε μέτρα για τον περιορισμό της ελληνικής εκπαίδευσης, τα ελληνικά σχολεία της περιοχής είτε έκλεισαν είτε μετατράπηκαν σε αλβανικά και πολλοί δάσκαλοι απελάθηκαν από τη χώρα. Ενώ πριν τους Βαλκανικούς πολέμους υπήρχαν στην περιοχή 360 σχολεία, ο αριθμός τους μειώνονταν απότομα ώσπου το 1935 ουσιαστικά έφτασε στο μηδέν: 1926: 78, 1927: 68, 1928: 66, 1929: 60, 1930: 63, 1931: 64, 1932: 43, 1933: 10, 1934: 0 Μετά την επέμβαση της Κοινωνίας των Εθνών το έτος εκείνο (1935), ένας περιορισμένος αριθμός ελληνικών σχολείων επαναλειτούργησε, αποκλειστικά όμως στην εντός της μειονοτικής ζώνης περιοχή

Β' Παγκόσμιος πόλεμος (1939-1945):
Το 1939 η Ιταλία κατέλαβε αμαχητί την Αλβανία και τον επόμενο χρόνο προσπάθησε να εισβάλει μέσω αυτής στην Ελλάδα. Όμως, με τις νίκες που σημείωσε ο ελληνικός στρατός προωθήθηκε και εισήλθε για τρίτη φορά στην Β. Ήπειρο. Η προέλαση του στρατού και η απελευθέρωση κάθε πόλης γιορταζόταν όχι μόνο από τους αυτόχθονες Έλληνες των περιοχών αυτών αλλά και από όλη την Ελλάδα που ζούσε τον παλμό των επιχειρήσεων στα βουνά του μετώπου. Τελικά, μετά την συνθηκολόγηση και την παράδοση στους Γερμανούς (Απρίλιος 1941), οι Ιταλοί επέστρεψαν στην Β. Ήπειρο και συμπεριφέρθηκαν στους κατοίκους με αφάνταστη σκληρότητα, όπως και οι Γερμανοί αργότερα. Κάηκαν πάνω από 6.200 σπίτια ενώ υπολογίζεται ότι εκτελέστηκαν περίπου 1.700 Έλληνες. Πολλοί Βορειοηπειρώτες οργάνωσαν ένοπλα αντάρτικα τμήματα στα βουνά της περιοχής, οργανώνοντας το Μέτωπο Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου. Υπήρχαν και άλλοι Βορειοηπειρώτες που εντάχθηκαν στο πλευρό του κομμουνιστικού αντάρτικου του Ενβέρ Χότζα, βάσει της Χάρτας του Ατλαντικού, με την προσδοκία να λάβουν μετά τον πόλεμο δικαίωμα αυτοδιάθεσης.

Ψυχρός πόλεμος (1945-1991) καθεστώς Ενβέρ Χότζα:
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αλβανία εντάχθηκε στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης. Ο σταλινιστής ηγέτης της Ενβέρ Χότζα έλαβε δρακόντια μέτρα κατά του ελληνικού πληθυσμού της Βορείου Ηπείρου: στα ελληνικά σχολεία διδάσκονταν απλά μεταφράσεις της αλβανικής ιστορίας και πολιτισμού, η 'μειονοτική ζώνη' μειώθηκε από 103 σε 99 χωριά (αποκλείστηκε η Χειμάρρα), πολλοί βορειοηπειρώτες μεταφέρθηκαν με τη βία σε άλλες περιοχές της Αλβανίας, χάνοντας έτσι τα 'μειονοτικά' τους δικαιώματα. Επίσης τοπωνύμια αλλά και προσωπικά ονόματα 'μεταλλάχτηκαν', με τη βία, προς το αλβανικότερο, ενώ η χρήση της ελληνικής γλώσσας απαγορεύτηκε εκτός της μειονοτικής ζώνης αλλά και σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και εντός αυτής. Η χώρα υπήρξε απομονωμένη όλο αυτό το διάστημα, και η συνηθισμένη ποινή για κάποιον που προσπαθούσε να διαφύγει στην Ελλάδα ήταν αυτή του θανάτου καθώς και της εξορίας των συγγενών του για εργασία στα ορυχεία της κεντρικής και βόρειας Αλβανίας. Επίσης, μεταφέρθηκαν έποικοι από άλλες περιοχές (κυρίως μουσουλμανικής θρησκείας) και δημιουργήθηκαν οικισμοί μεταξύ της 'μειονοτικής ζώνης' και περιοχών με επίφοβη αλβανική εθνική συνείδηση. Το αλβανικό κράτος από το 1967 κατάργησε επισήμως όλες τις θρησκείες. Οποιαδήποτε θρησκευτική εκδήλωση, είτε δημόσια είτε σε ιδιωτικό χώρο, απαγορεύτηκε αυστηρά. Όλες οι εκκλησίες, τα μοναστήρια και γενικά η εκκλησιαστική ακίνητη περιουσία μετατράπηκε σε αποθήκες, εργοστάσια ή γυμναστήρια. Ο κλήρος φυλακίστηκε, η κατοχή θρησκευτικής εικόνας αποτελούσε αδίκημα για τον αλβανικό νόμο. Ο ελληνικός πληθυσμός που η παράδοσή του ήταν στενά συνυφασμένη με τη θρησκεία δέχτηκε δυσανάλογο πλήγμα, αποκομμένος από τις πολιτιστικές του ρίζες. Από την άλλη πλευρά, ο Ε. Χότζα ως μέρος της πολιτικής του προσέγγισε ορισμένους μεμονωμένους αντιπρόσωπους των Βορειοηπειρωτών, τους οποίους και ανέδειξε πολιτικά. Όμως, όταν το 1960 ο Σοβιετικός Γενικός Γραμματέας Νικίτα Χρουστσώφ, του ζήτησε να δώσει αυτονομία στην περιοχή το απέρριψε αμέσως

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου